Τα τελευταία χρόνια οι πιέσεις των πολυεθνικών για την εισαγωγή των
μεταλλαγμένων στην Ευρώπη έχουν ενταθεί. Για την ακρίβεια δεν μιλάμε πια
απλώς για πιέσεις γιατί το λόμπι των πολυεθνικών έχει βρει τον τρόπο να
προωθήσει τα προϊόντα του και την επιχειρηματολογία με την οποία τα
σερβίρει:
άλλοτε προωθώντας τους κατάλληλους ανθρώπους στις κατάλληλες
θέσεις, ακόμη και σε κομβικά πόστα της Κομισιόν, άλλοτε ξοδεύοντας
τεράστια ποσά για καμπάνιες ενδεχομένως ακόμη και συναλλαγές κάτω από το
τραπέζι με ανθρώπους των μήντια και με πολιτικούς που εντελώς αθώα και
πολύ προσεκτικά παιρνούν στην πολιτική ατζέντα τους τι κατάλληλες λέξεις
ή φράσεις ανοίγοντας μικρά παραθυράκια για την είσοδο και εδραίωση της
εμπορίας και της καλλιέργειας των μεταλλαγμένων στην Ευρώπη.
Σε ό,τι μας αφορά μπορεί μέχρι σήμερα η επίσημη Πολιτεία να έχει
διακηρύξει την πρόθεσή της η Ελλάδα να παραμείνει ζώνη ελεύθερη από
μεταλλαγμένα, αλλά τα τελευταία δύο χρόνια αυτής της μάλλον τεχνητής
κρίσης μας έχουν – ή τουλάχιστον οφείλουν να μας έχουν – διδάξει το
εξής: ότι τα μέρη που αποτελούν σήμερα το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα,
εντός και τριγύρω της συγκυβέρνησης καμία ανθεκτικότητα δεν έχουν σε
πιέσεις διεθνών ισχυρών συμφερόντων. «Σπάνε» με τη μία. Δεν υπάρχει
μεγαλύτερο ανέκδοτο από τον όρο «διαπραγμάτευση» όταν ξεστομίζεται από
πολιτικό του διπόλου εξουσίας ΝΔ- ΠΑΣΟΚ πόσο μάλλον η έννοια της
αντίστασης σε ισχυρά και «πιεστικά» συμφέροντα.
Τι θα γίνει λοιπόν αν αύριο τα σημερινά δείγματα πείνας γίνουν γενική
τάση για την πλειονότητα του πληθυσμού, είτε λόγω εξαπλούμενης φτώχειας
είτε λόγω πιθανού αποκλεισμού- έστω για σύντομο διάστημα - από τις
αγορές τροφίμων κι εμπορευμάτων σε περίπτωση που η χώρα αντιμετωπίσει
αναταραχή και κλυδωνισμούς λόγω οικονομικών εξελίξεων; Τι θα συμβεί τότε
αν θεωρήσουμε ότι σήμερα η διατροφική αυτάρκεια της χώρας είναι κάθε
άλλο από δεδομένη με ευθύνη των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ – ΝΔ;
Πόσο εύκολο είναι τότε να μας χτυπήσουν επισήμως την πόρτα αυτοί που
σήμερα επιχειρούν να μπουν από το παράθυρο, με το ανίκητο επιχείρημα της
πείνας – όποιος πεινάει προφανώς δεν είναι σε θέση να ορίζει το τι θα
φάει, είναι πολυτέλεια.
Τη σχετική ανησυχία καταγράφει με ερώτησή της για το ΕΘΙΑΓΕ η
βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Ηρώ Διώτη η οποία επικαλείται δυσμενείς εξελίξεις σε
αυτό το επίπεδο στη Γαλλία η οποία σε κοινωνικό επίπεδο ανθίσταται στα
μεταλλαγμένα αλλά και στην Ινδία όπου το πρόβλημα έχει προχωρήσει.
Όπως αναφέρει στο κείμενο της ερώτησής της προς τους υπουργούς
Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (τρομάρα
μας)
«Σύμφωνα με δημοσιεύματα, στις 28 Νοεμβρίου το Γαλλικό Κοινοβούλιο
ψήφισε νομοθετική ρύθμιση που επιβάλλει χρηματικές κυρώσεις σε όποιον
αγρότη δεν υποβάλει δήλωση για το είδος των σπόρων που χρησιμοποιεί και
για το αν κρατά για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά τους ίδιους σπόρους στις
καλλιέργειές του, αν δηλαδή τους επαναχρησιμοποιεί. Την ίδια ώρα το
Συμβούλιο του Κράτους καταργούσε την απαγόρευση της καλλιέργειας
μεταλλαγμένων σπόρων στη Γαλλία.
Οι Γάλλοι αγρότες δηλώνουν ότι δολοφονείται η παραδοσιακή γεωργία, ο
Γάλλος Υπουργός Γεωργίας δηλώνει ότι δεν μπορεί η παραδοσιακή Γεωργία να
λειτουργεί ανεξέλεγκτα και η Μονσάντο δηλώνει ότι το «δίκαιο κερδίζει
έδαφος» (!), διότι επιτέλους οι αγρότες θα έχουν πρόσβαση στα
μεταλλαγμένα .
Στην Ινδία είναι γνωστή η μάχη που γίνεται εδώ και χρόνια με τις
πολυεθνικές και ιδιαίτερα τη Μονσάντο, για το ζήτημα των μεταλλαγμένων
καλλιεργειών και των σπόρων. Μέσα σε μια δεκαετία αυτοκτόνησαν 200.000
Ινδοί αγρότες εξαιτίας σπόρων γενετικώς τροποποιημένου βαμβακιού, που
μόλυναν χωράφια και κατέστρεψαν σοδειές, οδηγώντας τους εξαθλιωμένους
από τα χρέη βαμβακοκαλλιεργητές στο απονενοημένο διάβημα.
Είναι γνωστό πως οι πολυεθνικές εδώ και χρόνια προσπαθούν να
δεσμεύσουν τους παραγωγούς ως προς τους σπόρους που θα αγοράζουν και θα
καλλιεργούν. «Το υψηλό κόστος των σπόρων συνδέεται με το υπέρογκο κόστος
των φυτοφαρμάκων, γιατί αυτού του είδους οι σπόροι χρειάζονται χημικά»,
όπως λέει η Ινδή ακτιβίστρια Βαντάνα Σίβα, που έχει στο ιστορικό της
πολλά χρόνια αγώνων ενάντια στο πατεντάρισμα των σπόρων.
Στην Ελλάδα σήμερα η κατάσταση είναι άκρως ανησυχητική. Καμιά μέριμνα
για την διατήρηση σπόρων και παραδοσιακών ποικιλιών δεν υπάρχει,
αντιθέτως με τις συγχωνεύσεις απαξιώνονται τα αγροτικά ιδρύματα, που
υπάγονται στο Εθνικό Ίδρυμα Αγροτικής Έρευνας (ΕΘΙΑΓΕ), που σκοπό έχουν
την διάσωση και διατήρηση της βιοποικιλότητας, όπως η Τράπεζα Διατήρησης
Γενετικού Υλικού».
Με δεδομένο ότι «η διατήρηση των παραδοσιακών ποικιλιών είναι μέρος
όχι μόνο της αγροτικής και διατροφικής αλλά και της πολιτιστικής μας
κληρονομιάς», αλλά κι επειδή η «αρπακτικότητα» των πολυεθνικών γίνεται
σε καιρό κρίσης ανεξέλεγκτη, η βουλευτής ρωτά τους υπουργούς
1. Ποια μέτρα χρηματοδότησης, ενίσχυσης προσωπικού κ.λ.π. θα
λάβουν, ώστε να ενισχυθεί η δουλειά του ΕΘΙΑΓΕ και όσων άλλων
Ινστιτούτων, φορέων και οργανώσεων εργάζονται σε τέτοια θέματα
διατήρησης γενετικού υλικού, τράπεζες σπόρων, βιοποικιλότητα κ.ο.κ.;
2. Ποιοι είναι οι ακριβείς σχεδιασμοί τους για την Τράπεζα Διατήρησης Γενετικού Υλικού και τη συνέχιση της δουλειάς της;
3. Σκοπεύουν να χρηματοδοτήσουν προγράμματα αγροτικής βιοποικιλότητας;
4. Ποια θα είναι η πολιτική τους απέναντι στις πιέσεις για
απελευθέρωση της καλλιέργειας γενετικώς τροποποιημένων σπόρων και για
απαγόρευση της ελεύθερης χρήσης σπόρων παραδοσιακών καλλιεργειών;
Ευχόμαστε να λάβει καθησυχαστικές απαντήσεις αλλά κρατάμε (πολύ) μικρό καλάθι...
Από το Μαρικάκι
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ
http://topontiki.gr
Σχόλια