Η χρονολόγηση των ελαιοδέντρων.


Γράφει ο δρ Βαγγέλης Α. Μπούρμπος*
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως το δέντρο της ελιάς αποτελεί για τους λαούς της Μεσογείου -και ιδιαίτερα για την Ελλάδα- πολύτιμο φυσικό και ιστορικό μνημείο.

Ο χαρακτηρισμός του ως φυσικό μνημείο αποδίδεται στη φυσική του μακροβιότητα αλλά και στον πτυχωτό και οζώδη κορμό του, που αποτέλεσαν αντικείμενο πολλών Ελλήνων και ξένων ζωγράφων. Το γεγονός -κατά δεύτερο λόγο- ότι το δέντρο της ελιάς θεωρείται ιερό από όλες τις μονοθεϊστικές θρησκείες της Μεσογείου και «σύμβολο ικεσίας και παράκλησης, αγωνιστικότητας και θριάμβου, δύναμης και ευημερίας» και ιδιαίτερα «πανανθρώπινο σύμβολο Ειρήνης» κατά τον Βασίλη Σημαντηράκη, συγγραφέα του αξιοπρόσεκτου βιβλίου «Ελαία η καλλιστέφανος», επιτρέπει να αναγνωριστεί ως ιστορικό και κοινωνικό μνημείο.
Έτσι εξηγείται η προσπάθεια που γίνεται τελευταία σε πολλές ελαιοπαραγωγικές χώρες για τη δημιουργία μουσείων ελιάς και την ανάδειξη ως μνημείων απείρου φυσικού κάλλους και ιστορικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος ολόκληρων ελαιώνων ή μεμονωμένων ελαιοδέντρων. Η ευόδωση της προσπάθειας αυτής, συνδυαζόμενη και με την τουριστική ανάπτυξη, θα αποτελέσει πόλο έλξης πολλών επισκεπτών και θα συμβάλλει ακόμα περισσότερο στην ανάπτυξη του οικοαγροτουρισμού.
Το βασικότερο στοιχείο για τον χαρακτηρισμό ενός ελαιοδέντρου ή ελαιώνα ως μνημείου αποτελεί η ηλικία τους. Το ελαιόδεντρο λόγω της ευδιάκριτης αγγειακής σύνδεσης των βραχιόνων με τη ρίζα και την ανάπτυξη πολυάριθμων όζων με βλαστικά και ριζικά κύτταρα και με μεγάλη περιεκτικότητα σ’ αυτούς αυξινών καθιστά πολύ δύσκολη τη χρονολόγηση με βάση τους ετήσιους αυξητικούς δακτυλίους.
Είναι γνωστό πως η μέθοδος αυτή στηρίζεται στην καταμέτρηση σε εγκάρσια τομή του κορμού των ετησίων δακτυλίων ανάπτυξης. Κάθε δακτύλιος παρουσιάζει δύο χαρακτηριστικές ζώνες την ανοιχτόχρωμη και τη σκουρόχρωμη που συμπίπτουν με την ανοιξιάτικη και χειμωνιάτικη ανάπτυξη αντίστοιχα. Θα πρέπει επίσης να ειπωθεί πως οι αυξητικοί αυτοί δακτύλιοι υφίστανται επιδράσεις και μεταβολές από το κλίμα, το νερό, τις πυρκαγιές, την ανθρώπινη δράση και τη γεωμορφία που δυσκολεύουν τη χρησιμοποίησή τους στη χρονολόγηση των δέντρων. Το πρόβλημα είναι ακόμα μεγαλύτερο στα ελαιόδεντρα, καθόσον η παρουσία των όζων και των πτυχώσεων δεν επιτρέπει τη σαφή διάκριση των ετήσιων αυξητικών δακτυλίων. Η επιστήμη της δεντροχρονολογίας (dendrochronology) με τη στενή έννοια, που έχει ως αντικείμενο τη χρονολόγηση των δέντρων δεν αρκείται σήμερα στη μέθοδο των ετησίων αυξητικών δακτυλίων αλλά αναζητεί και άλλες μεθόδους και κυρίως εκείνη του ραδιενεργού ισοτόπου του άνθρακα (14C). Η επιστήμη βέβαια της δεντροχρονολογίας περιλαμβάνει τα τελευταία χρόνια και άλλους μεγάλου επιστημονικού ενδιαφέροντος τομείς, όπως τη δεντροαρχαιολογία (dendroarchaeology), τη δεντροοικολογία (dendroecology), τη δεντροκλιματολογία (dendroclimatology), τη δεντροϋδρολογία (Dendrohydrology) και τη δεντρογεωμορφολογία (Dendrogeomorphology).
Ειδικότερα ο υπολογισμός της ηλικίας ενός ελαιοδέντρου, δεδομένης της δυσκολίας καταμέτρησης των ετήσιων αυξητικών δακτυλίων, στηρίζεται κατά βάση στην μέτρηση στο εργαστήριο και με ειδικό όργανο της ραδιενεργούς δράσης του 14C. Με τη μέθοδο αυτή μπορεί να χρονολογηθεί ένα οργανικό τμήμα με ηλικία μέχρι και 50.000 χρόνια. Ασφαλή όμως αποτελέσματα έχει κανείς όταν το μελετούμενο οργανικό τμήμα είναι ηλικίας μικρότερης από 35.000 χρόνια. Η περίοδος ημιζωής του ραδιοϊσότοπου 14C εκτιμήθηκε καταρχήν στα 5.734 ± 40 χρόνια. Από το 1951 όμως η τιμή αυτή διορθώθηκε και στο εξής λαμβάνεται υπόψη στις διάφορες μελέτες η 5.568 ± 30 χρόνια. Όπως είναι γνωστό το ραδιοϊσότοπο 14C παράγεται αέναα και σταθερά στη φύση και συγκεκριμένα στη ζώνη της ατμόσφαιρας στο ύψος 15.000 - 18.000 μέτρα με πυρηνική αντίδραση με τη βοήθεια της κοσμικής ακτινοβολίας και την παρουσία του Αζώτου (Ν) κατά την εξίσωση:
(Όπου n= νετρόνιο, p= πρωτόνιο, Ν= Αζωτο και C= Άνθρακας).
Το παραγόμενο ραδιοϊσότοπο του άνθρακα αντιδρά αμέσως με το Οξυγόνο σχηματίζοντας το διοξείδιο του άνθρακα (CO2). Με αυτόν τον τρόπο το συγκεκριμένο ραδιοϊσότοπο κυκλοφορεί σε όλα τα οικοσυστήματα και αποτελεί βασικό στοιχείο της βιόσφαιρας. Η σχέση του δε με τον ολικό άνθρακα (Ct) είναι σταθερή. Τα φυτά που με τη φωτοσύνθεση διασπούν το CO2 και προσλαμβάνουν τον άνθρακα εμπεριέχουν κατά συνέπεια, εφόσον είναι ζωντανά, σε σταθερή σχέση (14C/Ct) το 14C με τον ολικό άνθρακα. Η μέτρηση της συγκέντρωσης της 14C/Ct γίνεται σήμερα το πολύ σε μια μέρα και από μικρή ποσότητα δείγματος που δεν ξεπερνάει το ένα χιλιοστογραμμάριο με τη βοήθεια του σπεκτόμετρου αερίου μάζας. Απαραίτητη προϋπόθεση το δείγμα να αποτελείται από εγκάρδιο ξύλο, το οποίο είναι γνωστό πως μετά από μερικά χρόνια ανάπτυξης του φυτού στην πραγματικότητα είναι νεκρό. Το δείγμα χωρίς καμία επίπτωση στο ελαιόδεντρο παίρνεται με τη μορφή «καρότου» διαμέτρου 8 - 12 mm με τη βοήθεια ειδικού τρυπανιού. Με την εφαρμογή ειδικής εξίσωσης, που παραλείπεται στο ενημερωτικό αυτό άρθρο, υπολογίζεται με μεγάλη ακρίβεια η ηλικία του ελαιοδέντρου. Όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία του ελαιοδέντρου τόσο πιο αντικειμενικά είναι τα αποτελέσματα.
Η εμπειρική χρονολόγηση με την κατά προσέγγιση εκτίμηση της ετήσιας αύξησης της ακτίνας του κορμού του ελαιοδέντρου, είναι πολύ υποκειμενική και οδηγεί σε εσφαλμένη χρονολόγηση. Κι αυτό γιατί οι κλιματολογικές, οι γεωμορφολογικές και οι ανθρώπινες παρεμβάσεις μπορεί να αλλάξουν τον ρυθμό ανάπτυξης του ελαιοδέντρου από περιοχή σε περιοχή. Ούτε βέβαια η καταμέτρηση με «ανθρώπινες οργιές» της περιμέτρου του κορμού επιτρέπει να εκτιμηθεί αντικειμενικά η ηλικία του ελαιοδέντρου. Οι πρακτικές αυτές που δυστυχώς αποτελούν βασικά κριτήρια για ορισμένους οργανισμούς όχι μόνο διογκώνουν τις έριδες μεταξύ ελαιοκομικών περιοχών αλλά επιπλέον κινδυνεύει να χαρακτηριστούν ως εγχειρήματα επιπολαιότητας και προχειρότητας και να προκαλέσουν και τη χλεύη και θυμηδία των επιστημόνων.
Οι ελαιοκομικοί Δήμοι που θα προέλθουν με την εφαρμογή του προγράμματος του “Καλλικράτη” θα πρέπει να δουν με ιδιαίτερη προσοχή και σοβαρότητα την προσπάθεια ανάδειξης των μνημειακών ελαιοδέντρων ή ελαιώνων. Σ’ αυτό δεν βοηθάει η «βαβελική» παρουσία πολλών φορέων και οργανισμών που με άκρατο ενθουσιασμό προβαίνουν στο «άψε σβήσε» σε καταγραφή και χαρακτηρισμό των ελαιοδέντρων ή των ελαιώνων ως μνημείων.
Είναι πια καιρός σε επίπεδο «αντιπεριφέρειας» να προβλεφθεί η πολυσυζητούμενη κοσμητεία περιβάλλοντος που θα συντονίζει και θα αποφασίζει οριστικά και για την ανάδειξη των μνημειακών ελαιοδέντρων και ελαιώνων. Κ αι η ανάδειξη αυτή θα πρέπει να γίνεται με αντικειμενικά κριτήρια αποδεκτά από τα ασχολούμενα με τη δεντροχρονολογία επιστημονικά κέντρα. Το Ινστιτούτο Ελιάς και υποτροπικών Φυτών στην προκειμένη περίπτωση μπορεί να συμβάλει τα μέγιστα.
* Γεωπόνος, ερευνητής, φυτοπαθολόγος, οικοτοξικολόγος
ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ ΑΠΟ
http://www.kandanos.eu

Σχόλια